- καφεκοπτείο
- τοκατάστημα όπου αλέθεται και πουλιέται φρεσκοαλεσμένος καφές.[ΕΤΥΜΟΛ. < καφεκόπτης. Η λ., στον λόγιο τ. καφεκοπτείον, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καφεκοπτείο — το το κατάστημα όπου κόβεται και πουλιέται καφές: Πήρα καφέ φρέσκο από το καφεκοπτείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)